πρηκτήρ

πρηκτήρ
πρηκτήρ, ῆρος (πρήσσω): doer; ἔργων, Il. 9.433; pl., traders, Od. 8.162.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρηκτήρ — ὁ, Α ιων. τ. βλ. πρακτήρ …   Dictionary of Greek

  • πρηκτήρ — πρακτήρ doer masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτήρ — ήρος, ιων. τ. πρηκτήρ, ὁ, Α 1. αυτός που πράττει κάτι, εκτελεστής 2. πράκτορας, εισπράκτορας φόρων 3. πληθ. οἱ πρακτῆρες έμποροι, πραματευτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τήρ (πρβλ. φρακ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”